ἀποστάσεως

ἀποστάσεως
ἀποστάσεω̆ς , ἀπόστασις
causing to revolt
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • Ελεύθερο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο — (ΕΑΠ). Αυτοτελές και αυτοδιοικούμενο Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα (ΑΕΙ), με έδρα την Πάτρα. Λειτουργεί με τη μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και τελεί υπό την εποπτεία του κράτους, η οποία ασκείται από τον υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων …   Dictionary of Greek

  • Gladius — This article is about the sword. For other uses, see Gladius (disambiguation). Gladius Replica pseudo Pompeii gladius. Type Armin …   Wikipedia

  • Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… …   Dictionary of Greek

  • απόσταση — Στον ευκλείδειο χώρο (διάστασης 1, 2 ή 3) α. ενός σημείου Α από άλλο σημείο Β ορίζεται το μήκος του ευθύγραμμου τμήματος ΑΒ. Στο επίπεδο (ευκλείδειος χώρος διάστασης 2) α. ενός σημείου Α από μία ευθεία (ε) ορίζεται η α. του σημείου Α από το ίχνος …   Dictionary of Greek

  • δίσκουρα — δίσκουρα, τα (Α) βολή δίσκου ως μέτρο αποστάσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίσκου ούρα, πληθ. τού ούρου «διάστημα, απόσταση»] …   Dictionary of Greek

  • εγκέλαδος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους Γίγαντες, γιους της Γης. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στη Γιγαντομαχία, όπου ήταν αντίπαλος της Αθηνάς, η οποία τον σκότωσε ρίχνοντας επάνω του το νησί Σικελία ή την Αίτνα. Σκηνές από την πάλη της Αθηνάς με τον Ε.… …   Dictionary of Greek

  • εκεί — και κει (AM ἐκεῑ) επίρρ. 1. σ εκείνη τη θέση, σ εκείνο το μέρος 2. προς εκείνη την κατεύθυνση 3. χρον. τότε 4. (με άρθρο) αυτός που βρίσκεται ή γίνεται σ έναν τόπο (α. «εἰσῆλθε λαμπρός, πᾱσι τοῑς ἐκεῑ σέβας», Σοφ. β. «τράβηξε προς τα κει») 5. με… …   Dictionary of Greek

  • εκείνος — η, ο (AM ἐκεῑνος, η, ον) 1. δεικτική αντωνυμία που χρησιμοποιείται για αντικείμενα που βρίσκονται μακριά («εκείνου τού τραγουδιστή τση νύκτας εθυμάτο», Ερωτόκρ.) 2. όταν η αντωνυμία αυτός ή ούτος και εκείνος αναφέρονται σε δύο προηγούμενες λέξεις …   Dictionary of Greek

  • εκτίμηση — Προσδιορισμός της τρέχουσας αξίας ενός οικονομικού αγαθού. Ο υπολογισμός αυτός γίνεται στη βάση της τιμής της αγοράς, του κόστους παραγωγής, της κεφαλαιοποίησης, της προσόδου του αγαθού κλπ., λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εξωτερικές συνθήκες (δηλαδή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”